sustain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sustain < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική sustenir (γαλλικά soutenir) < λατινική sustineo < sub- (κάτω) + teneo (κρατώ)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sustain | sustains |
sustain (en)
- (μουσική) μηχανισμός μουσικών οργάνων που κρατά τον ήχο παρατείνοντας τη διάρκειά του
- pianos and many electric music instruments have sustain pedals: τα πιάνα και πολλά ηλεκτρονικά μουσικά όργανα έχουν πεντάλ διαρκείας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- sostenuto pedal (όπως το πεντάλ διαρκείας, αλλά μόνον για επιλεγμένους ήχους)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sustain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sustains |
αόριστος | sustained |
παθητική μετοχή | sustained |
ενεργητική μετοχή | sustaining |
sustain (en)
- παρέχω τα απαραίτητα, συντηρώ
- διατηρώ, παρατείνω την ύπαρξη κάποιου πράγματος
- ενθαρρύνω, υποστηρίζω
- αποδέχομαι, εγκρίνω
- δοκιμάζω μια αρνητική εμπειρία, υποφέρω από κάτι
- αντέχω ένα βάρος