suppress
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | suppress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | suppresses |
αόριστος | suppressed |
παθητική μετοχή | suppressed |
ενεργητική μετοχή | suppressing |
Ρήμα
[επεξεργασία]suppress (en)
- (συνήθως κακόσημο) καταστέλλω, καταπνίγω, για μια κυβέρνηση, κυβερνήτη κτλ. που σταματά, συχνά με τη βία, μια ομάδα ή μια δραστηριότητα που πιστεύεται ότι απειλεί την εξουσία του
- ↪ They suppressed the rebellion.
- Κατέστειλαν την ανταρσία.
- ↪ The revolt was suppressed during the night.
- Η εξέγερση καταπνίγηκε στη διάρκεια της νύχτας.
- ↪ They suppressed the rebellion.
- (συνήθως κακόσημο) απαγορεύω, συγκαλύπτω, αποτρέπω κάτι να δημοσιευτεί ή να γίνει γνωστό
- ↪ They suppressed the circulation of the newspaper.
- Απαγόρευσαν την κυκλοφορία της εφημερίδας.
- ↪ They tried to suppress the scandal.
- Προσπάθησαν να συγκαλύψουν το σκάνδαλο.
- ↪ They suppressed the circulation of the newspaper.
- καταπνίγω, πνίγω, αποτρέπω τον εαυτό μου από το να έχω ή να εκφράσω ένα συναίσθημα
- ↪ He suppressed his anger and accepted the compromise.
- Κατέπνιξε την οργή του και δέχτηκε το συμβιβασμό.
- ↪ I suppressed the voice of my conscience.
- Κατέπνιξα τη φωνή της συνείδησής μου.
- ↪ Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
- Προς το τέλος της ομιλίας το ακροατήριο δεν έπνιγε πια τα χασμουρητά του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη conceal
- ↪ He suppressed his anger and accepted the compromise.
- καταστέλλω, αποτρέπω κάτι από το να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί ή να συνεχιστεί
- ↪ medicinal substances which suppress pain/inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τους πόνους/τις φλεγμονές