such

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

such (en)

  • τέτοιος, που έχει ήδη αναφερθεί
    ⮡  He is my father, and as such can…
    Είναι πατέρας μου, και σαν τέτοιος μπορεί να…

such (en)

  1. τέτοιος, τόσος, χρησιμοποιείται για να τονίσει τον μεγάλο βαθμό κάτι
    ⮡  It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
    Είναι αμαρτία να μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.
    ⮡  He is such a good man that…
    Είναι τόσο καλός άνθρωπος που…
    ⮡  He is not such a fool as you think.
    Δεν είναι τόσο βλάκας όσο νομίζεις.
  2. τέτοιος, που έχει ήδη αναφερθεί
    ⮡  I never said such a thing.
    Ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο.
    ⮡  I promised no such thing.
    Δεν υποσχέθηκα τίποτα τέτοιο.