such
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]such (en)
- τέτοιος, που έχει ήδη αναφερθεί
- ⮡ He is my father, and as such can…
- Είναι πατέρας μου, και σαν τέτοιος μπορεί να…
- ⮡ He is my father, and as such can…
such (en)
- τέτοιος, τόσος, χρησιμοποιείται για να τονίσει τον μεγάλο βαθμό κάτι
- ⮡ It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
- Είναι αμαρτία να μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.
- ⮡ He is such a good man that…
- Είναι τόσο καλός άνθρωπος που…
- ⮡ He is not such a fool as you think.
- Δεν είναι τόσο βλάκας όσο νομίζεις.
- ⮡ It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
- τέτοιος, που έχει ήδη αναφερθεί
- ⮡ I never said such a thing.
- Ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο.
- ⮡ I promised no such thing.
- Δεν υποσχέθηκα τίποτα τέτοιο.
- ⮡ I never said such a thing.
Πηγές
[επεξεργασία]- such - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 884. ISBN 9780194325684., λήμμα: τόσος