successful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | successful |
συγκριτικός | more successful |
υπερθετικός | most successful |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]successful (en)
- επιτυχημένος, επιτυχής
- ⮡ a successful doctor - επιτυχημένος γιατρός
- ⮡ a successful test - επιτυχής δοκιμή