substitute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
substitute | substitutes |
substitute (en)
- το υποκατάστατο, ο αναπληρωτής, ο αντικαταστάτης, ένα άτομο ή ένα πράγμα που χρησιμοποιώ ή έχω αντί αυτού που χρησιμοποιώ ή έχω συνήθως
- ↪ honey substitutes - τα υποκατάστατα του μελιού
- ↪ You must find your substitute yourself.
- Πρέπει να βρεις ο ίδιος τον αναπληρωτή σου.
- ↪ He is a substitute for the director, when he is absent.
- Είναι αντικαταστατής του διευθυντή, όταν αυτός απουσιάζει.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | substitute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | substitutes |
αόριστος | substituted |
παθητική μετοχή | substituted |
ενεργητική μετοχή | substituting |
substitute (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- substitute (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- substitute (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 54, 77, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπληρωτής, αντικατασταίνω, υποκαθιστώ, υποκατάστατο