subscribe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

subscribe (en)

  1. εγγράφω σε λίστα συνδρομητών κ.λπ.
  2. συνυπογράφω, συμφωνώ απόλυτα με μια ιδέα, θεωρία, πρόταση
  3. (χρηματιστήριο) συμφωνώ να πάρω μετοχές μιας εισηγμένης εταιρίας