stuff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stuff (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (ανεπίσημο) τα πράγματα, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια ουσία, υλικό, ομάδα αντικειμένων κτλ. όταν δεν ξέρω το όνομα, όταν το όνομα δεν είναι σημαντικό ή όταν είναι προφανές για τι μιλάω
    ⮡  We have already packed stuff for the move.
    Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση.
  2. (λογοτεχνικό, επίσημο) η στόφα, η πάστα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό κάτι· κάτι στο οποίο βασίζεται ή είναι φτιαγμένο κάτι άλλο
    ⮡  He is the stuff heroes are made of.
    Είναι από τη στόφα των ηρώων./Είναι από πάστα ήρωα.
     συνώνυμα: makings
ενεστώτας stuff
γ΄ ενικό ενεστώτα stuffs
αόριστος stuffed
παθητική μετοχή stuffed
ενεργητική μετοχή stuffing

stuff (en)

  1. γεμίζω, παραγεμίζω, γεμίζω ένα κενό ή ένα δοχείο σφιχτά με κάτι
    ⮡  All my drawers are already stuffed.
    Γέμισαν πια όλα μου τα συρτάρια.
    ⮡  He stuffed his pocket with candies.
    Παραγέμισε τις τσέπες του με καραμέλες.
    ⮡  Don’t stuff too many things into your bag.
    Μην παραγεμίζεις την τσάντα σου με πράγματα.
  2. χώνω, σπρώχνω κάτι γρήγορα και απρόσεκτα σε ένα μικρό χώρο
    ⮡  He stuffed everything into a drawer.
    Τα 'χωσε όλα μέσα σ' ένα συρτάρι.
    ⮡  He stuffed his hands into his pockets.
    Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze
  3. γεμίζω, παραγεμίζω, γεμίζω ένα λαχανικό, κοτόπουλο κτλ. με άλλο είδος φαγητού
    ⮡  The tomatoes were stuffed with rice.
    Οι ντομάτες ήταν γεμισμένες με ρύζι.
    ⮡  a turkey stuffed with pine nuts, walnuts, and raisins - γαλοπούλα παραγεμισμένη με κουκουνάρια, καρύδια και σταφίδες

Σύνθετα

[επεξεργασία]