stuff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (ανεπίσημο) τα πράγματα, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια ουσία, υλικό, ομάδα αντικειμένων κτλ. όταν δεν ξέρω το όνομα, όταν το όνομα δεν είναι σημαντικό ή όταν είναι προφανές για τι μιλάω
- ⮡ We have already packed stuff for the move.
- Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση.
- ⮡ We have already packed stuff for the move.
- (λογοτεχνικό, επίσημο) η στόφα, η πάστα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό κάτι· κάτι στο οποίο βασίζεται ή είναι φτιαγμένο κάτι άλλο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stuff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stuffs |
αόριστος | stuffed |
παθητική μετοχή | stuffed |
ενεργητική μετοχή | stuffing |
stuff (en)
- γεμίζω, παραγεμίζω, γεμίζω ένα κενό ή ένα δοχείο σφιχτά με κάτι
- ⮡ All my drawers are already stuffed.
- Γέμισαν πια όλα μου τα συρτάρια.
- ⮡ He stuffed his pocket with candies.
- Παραγέμισε τις τσέπες του με καραμέλες.
- ⮡ Don’t stuff too many things into your bag.
- Μην παραγεμίζεις την τσάντα σου με πράγματα.
- ⮡ All my drawers are already stuffed.
- χώνω, σπρώχνω κάτι γρήγορα και απρόσεκτα σε ένα μικρό χώρο
- γεμίζω, παραγεμίζω, γεμίζω ένα λαχανικό, κοτόπουλο κτλ. με άλλο είδος φαγητού
- ⮡ The tomatoes were stuffed with rice.
- Οι ντομάτες ήταν γεμισμένες με ρύζι.
- ⮡ a turkey stuffed with pine nuts, walnuts, and raisins - γαλοπούλα παραγεμισμένη με κουκουνάρια, καρύδια και σταφίδες
- ⮡ The tomatoes were stuffed with rice.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- stuff (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stuff (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 672. ISBN 9780194325684., λήμμα: πάστα