strata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strata | straty |
γενική | straty | strat |
δοτική | stracie | stratom |
αιτιατική | stratę | straty |
οργανική | stratą | stratami |
τοπική | stracie | stratach |
κλητική | strato | straty |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]strata (pl) θηλυκό