spunk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spunk (en)
- (αποφεύγεται χωρίς συμφραζόμενα λόγω του κάτωθεν) πολυμηχανία, επινοητικότητα
- χύσι, χύσια ("σπέρμα" όμως με χυδαίο ύφος)