souche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
souche | souches |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]souche (fr) θηλυκό
- το τμήμα του κορμού των δέντρων που μένει αφού το πάνω μέρος κοπεί
- το στέλεχος, ό,τι απομένει από κάτι όταν διάφορα τμήματα αποκοπούν
- το στέλεχος ιού
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- cellule souche: βλαστοκύτταρο