soldes

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

soldes (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]