sobriquet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sobriquet < sobriquer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɔ.bʁi.kɛ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sobriquet sobriquets

sobriquet (fr)