siren

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
siren sirens

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

siren (en)

  1. (ελληνική μυθολογία) η Σειρήνα
  2. η σειρήνα, η συσκευή