silo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]silo (en)
- το σιλό, πύργος αποθήκευσης στερεών υλικών (δημητριακών, χαλικιών κτλ.)
- πύργος αποθήκευσης χύμα υλικού σε μεγάλο υπερυψωμένο κυλινδρικό δοχείο που είναι στερεωμένο σε κολόνες και έχει ως πάτο χωνί (κωνική χοάνη με στόμιο στο κάτω μέρος) ώστε να χύνεται το υλικό σε αυτοκίνητο μεταφοράς όταν ανοίγει το στόμιο (όμως οι λεπτομέρειες διαφέρουν ανά σιλό)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
silo | silos |
silo (fr) αρσενικό
- το σιλό