siedem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

siedem (pl)

  1. εφτά
    bezlitosna rusycystka zostawiła siedmiu uczniów na drugi rok - η ανελέητη ρωσικού άφησε εφτά μαθητές στο δεύτερο έτος
    liczba siedem to liczba uważana za mistyczną - ο αριθμός εφτά είναι αριθμός που θεωρείται μυστικιστικός
    Siedmiu przeciw Tebom - Επτά επί Θήβας