senseless

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός senseless
συγκριτικός more senseless
υπερθετικός most senseless

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
senseless < sense + -less

Επίθετο

[επεξεργασία]

senseless (en)

  1. αναίσθητος (χωρίς τις αισθήσεις του)
  2. χωρίς νόημα, ανόητος, ηλίθιος, που γίνεται χωρίς σκέψη
    senseless remarks/opinions - ανόητες παρατηρήσεις/γνώμες
    What you did was senseless.
    Αυτό που έκανες ήταν ανόητο/ηλίθιο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη foolish

Συγγενικά

[επεξεργασία]