scalar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scalar (en)
- (μαθηματικά) βαθμωτό, μια ποσότητα που έχει μόνο μέτρο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Scalar_(mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια