sad

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: SAD, säd, sąd, sáð, сад
παραθετικά
θετικός sad
συγκριτικός sadder / more sad
υπερθετικός saddest / most sad

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sad < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική sad < αγγλοσαξονική sæd (ικανοποιημένος) < πρωτογερμανική *sadaz (ικανοποιημένος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂- (ικανοποιώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sæd/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

sad (en)

  1. θλιμμένος, λυπημένος, στενοχωρημένος, λυπάμαι
    a sad face - λυπημένο πρόσωπο
    Were you sad to see me?
    Λυπήθηκες που με είδες;
     συνώνυμα:  forlorn
  2. λυπηρός, θλιβερός
    a sad incident - θλιβερό περιστατικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]