saboteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]saboteur (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- saboteur < saboter
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
saboteur | saboteurs |
saboteur (fr) αρσενικό (θηλυκό saboteuse)
- ο / η σαμποτέρ, ο δολιοφθορέας