sûreté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sûreté sûretés

sûreté (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]