ruhig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

ruhig (de)

  1. ήρεμος
  2. ήσυχος
  3. σίγουρος