romantique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɔ.mɑ̃.tik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
romantique romantiques

romantique (fr) αρσενικό ή θηλυκό