roast

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

roast (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ψητός
  2. καβουρντισμένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
roast roasts

roast (en)

  1. ψητό
  2. επίκριση, κατάκριση
ενεστώτας roast
γ΄ ενικό ενεστώτα roasts
αόριστος roasted
παθητική μετοχή roasted
ενεργητική μετοχή roasting

roast (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ψήνω, ξεροψήνω, μαγειρεύω φαγητό, ειδικά κρέας, σε φούρνο ή σε φωτιά σε πολύ υψηλή θερμοκρασία
    They roasted the ox whole without chopping it up.
    Ψήσανε το βόδι ολόκληρο χωρίς να το τεμαχίσουν.
    I am roasting the chicken (until it’s) brown.
    Ξεροψήνω το κοτόπουλο.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) ψήνω, ξεροψήνω, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει πολύ ζεστό στον ήλιο ή στη φωτιά
    We’re roasting in here!
    Ψηνόμαστε εδώ μέσα!
    We roasted in the sun for so many hours.
    Ξεροψηθήκαμε τόσες ώρες στον ήλιο.
  3. φρυγανίζω, φρύγω
  4. καβουρντίζω
  5. τσιγαρίζω
  6. (μεταφορικά) σχολιάζω αρνητικά