rigor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rigor (en)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rigor | rigores |
rigor (pt) αρσενικό
- η δριμύτητα, η αυστηρότητα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- de rigor - αυστηρά