ride

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ridé

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ride rides

ride (en)

  1. η διαδρομή, η βόλτα, το σύντομο ταξίδι με όχημα, ποδήλατο κτλ.
    ⮡  The village is an hour’s ride from here by car/horse.
    Το χωριό είναι μια ώρα διαδρομή από δω με το αυτοκίνητο/το άλογο.
    ⮡  Sit comfortably and enjoy the ride.
    Καθίστε άνετα και απολαύστε τη διαδρομή.
    ⮡  We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
    Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.
  2. (αμερικανική σημασία) μια δωρεάν βόλτα με αυτοκίνητο, ή άλλο είδος οχήματος, σε ένα μέρος που θέλω να πάω
    ⮡  I give someone a ride.
    Παίρνω κάποιον με το αυτοκίνητό μου.
     συνώνυμα: lift
ενεστώτας ride
γ΄ ενικό ενεστώτα rides
αόριστος rode
παθητική μετοχή ridden
ενεργητική μετοχή riding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

ride (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) καβαλώ, καβαλικεύω, ιππεύω, κάθομαι πάνω σε ένα ζώο, ειδικά σε ένα άλογο, και το οδηγώ
    ⮡  We rode the donkeys which were waiting for us on the beach in Santorini to take us to Fira.
    Καβαλήσαμε τα γαϊδουράκια που μας περίμεναν στην παραλία της Σαντορίνης για να μας μεταφέρουν στα Φηρά.
    ⮡  This horse is ridden only by an experienced rider.
    Αυτό το άλογο ιππεύεται μόνο από έμπειρο αναβάτη.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καβαλώ, καβαλικεύω, κάθομαι πάνω σε κάτι σαν σε ράχη υποζυγίου
    ⮡  He watched the parade riding on his father’s shoulders.
    Παρακολούθησε την παρέλαση καβαλικεμένος στους ώμους του πατέρα του.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ride < rider

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁid/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ride rides

ride (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]