reproduce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας reproduce
γ΄ ενικό ενεστώτα reproduces
αόριστος reproduced
παθητική μετοχή reproduced
ενεργητική μετοχή reproducing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reproduce < re- + produce

reproduce (en)

  1. (μεταβατικό) αναπαράγω, αντιγράφω μια εικόνα, ένα κομμάτι κειμένου κ.λπ.
    I reproduce music from a magnetic tape.
    Αναπαράγω μουσική από μια μαγνητοταινία.
  2. (μεταβατικό) αναπαράγω, παράγω κάτι πολύ παρόμοιο με κάτι άλλο σε διαφορετικό μέσο ή κάνω κάτι να συμβεί ξανά με τον ίδιο τρόπο
    The centers of the brain reproduce images with the matter they have stored.
    Τα εγκεφαλικά κέντρα αναπαράγουν τις εικόνες με το υλικό που έχουν αποθησαυρίσει.
    Life cannot be reproduced artificially.
    Η ζωή δεν μπορεί να αναπαραχθεί τεχνητά.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) αναπαράγομαι, για ζωντανό οργανισμό, ζωικό ή φυτικό, που δημιουργεί, με βιολογική αναπαραγωγή, νέα άτομα όμοια με αυτόν
    Plants reproduce themselves by seeds.
    Τα φυτά αναπαράγονται με σπόρους.
    Single-cell organisms reproduce by dividing.
    Οι μονοκύτταροι οργανισμοί αναπαράγονται με διχοτόμηση.

Συγγενικά

[επεξεργασία]