reproduce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | reproduce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reproduces |
αόριστος | reproduced |
παθητική μετοχή | reproduced |
ενεργητική μετοχή | reproducing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]reproduce (en)
- (μεταβατικό) αναπαράγω, αντιγράφω μια εικόνα, ένα κομμάτι κειμένου κ.λπ.
- ↪ I reproduce music from a magnetic tape.
- Αναπαράγω μουσική από μια μαγνητοταινία.
- ↪ I reproduce music from a magnetic tape.
- (μεταβατικό) αναπαράγω, παράγω κάτι πολύ παρόμοιο με κάτι άλλο σε διαφορετικό μέσο ή κάνω κάτι να συμβεί ξανά με τον ίδιο τρόπο
- ↪ The centers of the brain reproduce images with the matter they have stored.
- Τα εγκεφαλικά κέντρα αναπαράγουν τις εικόνες με το υλικό που έχουν αποθησαυρίσει.
- ↪ Life cannot be reproduced artificially.
- Η ζωή δεν μπορεί να αναπαραχθεί τεχνητά.
- ↪ The centers of the brain reproduce images with the matter they have stored.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναπαράγομαι, για ζωντανό οργανισμό, ζωικό ή φυτικό, που δημιουργεί, με βιολογική αναπαραγωγή, νέα άτομα όμοια με αυτόν
- ↪ Plants reproduce themselves by seeds.
- Τα φυτά αναπαράγονται με σπόρους.
- ↪ Single-cell organisms reproduce by dividing.
- Οι μονοκύτταροι οργανισμοί αναπαράγονται με διχοτόμηση.
- ↪ Plants reproduce themselves by seeds.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- reproduce - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 53. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπαράγω