reparto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
reparto | reparti |
reparto (it)
- άγημα, στρατιωτική ομάδα
- μονάδα προσκόπων ηλικίας 12-16 ετών.
- τμήμα νοσοκομείου
- τμήμα εργαστηρίου
- τμήμα μίας επιχείρισης ή ενός κλάδου