reago

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reago < reag + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική reago reagoj
αιτιατική reagon reagojn

reago (eo)

estis 'reago de li, υπήρξε αντίδραση απ' αυτόν