rasage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁa.zaʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rasage rasages

rasage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]