radical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]radical (en)
- ριζοσπάστης
- ριζοσπαστικός, ρηξικέλευθος
- (μαθηματικά) ρίζα
- (χημεία) ρίζα
- (γλωσσολογία) ριζικός χαρακτήρας (μέρος ενός χαρακτήρα σε γλώσσες όπως τα κινέζικα)
Επίθετο
[επεξεργασία]radical (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | radical | radicaux |
θηλυκό | radicale | radicales |
radical (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]radical (fr)