racisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
racisme racismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

racisme (fr) αρσενικό