rachunek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]rachunek (pl) < γερμανική Rechnung (de)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rachunek (pl) αρσενικό
- ο λογαριασμός ως:
- ο υπολογισμός ως εκτέλεση αριθμητικών πράξεων
- (μαθηματικά) ο λογισμός
- (λαϊκό), (μόνο στον πληθυντικό) η αριθμητική, οι πράξεις στη αρχική σχολική εκπαίδευση