quota
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]quota (en)
- το μερίδιο ή το ποσοστό ενός συνόλου που αναλογεί σε κάποιον
- το ανώτατο όριο που κάποιος δεν μπορεί να υπερβεί
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]quota (fr)