put off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας put off
γ΄ ενικό ενεστώτα puts off
αόριστος put off
παθητική μετοχή put off
ενεργητική μετοχή putting off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
put off < → δείτε τις λέξεις put και off

put off (en)

  1. (μεταβατικό) αναβάλλω, αλλάζω κάτι σε μεταγενέστερη ώρα ή ημερομηνία
    I will put off my departure for two days.
    Θα αναβάλλω την αναχώρησή μου για δυο μέρες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay
  2. ξενερώνω κάποιον, κάνω κάποιον να μη θέλει / να μην το άρεσει κάτι
  3. σταματώ λειτουργία, κλείνω μηχάνημα