prototype
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɹəʊtətʌɪp/
- ΔΦΑ : /ˈpɹoʊtəˌtaɪp/ (αμερικανικό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prototype | prototypes |
prototype (en)
- πρωτότυπο
- (πληροφορική) ο ορισμός μόνο της διεπαφής μιας συνάρτησης, δηλαδή της επικεφαλίδας (όνομα, παράμετροι) και της τιμής που επιστρέφει, χωρίς όμως το σώμα της, δηλαδή του κώδικα που εκτελείται
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Prototype (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prototype | prototypes |
prototype (fr) αρσενικό
- το πρωτότυπο