proceed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας proceed
γ΄ ενικό ενεστώτα proceeds
αόριστος proceeded
παθητική μετοχή proceeded
ενεργητική μετοχή proceeding

proceed (en)

  1. προβαίνω, προχωρώ
  2. αρχίζω (μια διαδικασία}
  3. συνεχίζω να...

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη continue

Εκφράσεις

[επεξεργασία]