pordo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pordo | pordoj |
αιτιατική | pordon | pordojn |
pordo (eo)
- η πόρτα
- bonvolu malfermi la pordon kaj la fenestron, άνοιξε σε παρακαλώ την πόρτα και το παράθυρο