polo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

polo (fr) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) το πόλο
  2. (ενδυμασία) μπλούζα με μανίκια και γιακά




Ετυμολογία

[επεξεργασία]
polo < pol- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική polo poloj
αιτιατική polon polojn

polo (eo)



ενικός πληθυντικός
polo polos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

polo (es) αρσενικό



ενικός πληθυντικός
polo poli

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

polo (it) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
polo < por + o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
polo polos

polo (pt) αρσενικό

Συγχώνευση

[επεξεργασία]

polo (pt)