poison
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
poison | poisons |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- poison < παλαιά γαλλική poison < λατινική potio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]poison (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | poison |
γ΄ ενικό ενεστώτα | poisons |
αόριστος | poisoned |
παθητική μετοχή | poisoned |
ενεργητική μετοχή | poisoning |
poison (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- poison < παλαιά γαλλική poison < λατινική potio
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
poison | poisons |
poison (fr)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh- (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh- (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)