poate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

poate (ro)

  1. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a putea »

Επίρρημα

[επεξεργασία]

poate (ro)

  1. μπορεί, ίσως