ply
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ply (en)
- (Σκοτία) κατάσταση
- 1749, John Cleland, Memoirs of a Woman of Pleasure, Penguin 1985, p. 66:
- You may be sure, in the ply I was now taking, I had no objection to the proposal, and was rather a-tiptoe for its accomplishment.
- 1749, John Cleland, Memoirs of a Woman of Pleasure, Penguin 1985, p. 66:
- στρώμα/στρώση υλικού, φύλλο
- two-ply toilet paper
- (ανεπίσημο) → δείτε τη λέξη plywood
- σε παιχνίδια όπου παίζουν δύο παίκτες, η "μισή" κίνηση, δηλαδή η κίνηση του ενός παίκτη
- 'Deep Purple' was a super-computer capable of 24-ply look-ahead for chess.
- o 'Deep Purple' ήταν ένας υπερ-υπολογιστής που μπορούσε να διερευνήσει τις επόμενες 24 κινήσεις (δηλαδή 12 για κάθε παίκτη) σε μια παρτίδα σκάκι
- 'Deep Purple' was a super-computer capable of 24-ply look-ahead for chess.
Ρήμα
[επεξεργασία]ply (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ply (en)
- (μεταβατικό) ασκώ, εξασκώ, μετέρχομαι
- He plied his trade as carpenter for forty-three years.
- (μεταβατικό) χρησιμοποιώ με μεγάλη ενεργητικότητα
- He plied his ax with bloody results.
- (μεταβατικό) διασχίζω ταξιδεύοντας συχνά
- ply the seven seas
- (μεταβατικό) προσφέρω κάτι φορτικά
- She plied him with liquor.