peuplement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
peuplement peuplements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

peuplement (fr) αρσενικό