peine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
peine | peines |
peine (fr) θηλυκό
- η ποινή
- η θλίψη, η στενοχώρια, το ντέρτι
ενικός | πληθυντικός |
peine | peines |
peine (fr) θηλυκό