patrouille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
patrouille < patrouiller

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.tʁuj/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
patrouille patrouilles

patrouille (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]