paper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
paper papers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
paper < παλαιά γαλλική papier < λατινική papyrus < αρχαία ελληνική πάπυρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

paper (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το χαρτί, χάρτινος, το λεπτό υλικό
    letter paper - χαρτί αλληλογραφίας
    wrapping paper - χαρτί περιτυλίγματος
    toilet/tissue paper - χαρτί τουαλέτας/υγείας
    graph paper - χαρτί μιλιμετρέ
    lined/plain paper - ριγωτό/αρίγωτο χαρτί
    glossy paper - γυαλιστερό χαρτί
    a sheet of paper - φύλλο χαρτιού
    Mom, I made a paper airplane!
    Μαμά, έφτιαξε ένα χάρτινο αεροπλάνο!
    Are you going to need the paper bag, sir?
    Θα χρειαστείτε τη χάρτινη τσάντα, κύριε;
    on a separate sheet of paper - σε μια χωριστή κόλλα
  2. η εφημερίδα
     συνώνυμα: newspaper
  3. (μόνο ενικός) τα χαρτιά, κομμάτια χαρτί με γραφή πάνω τους, όπως επιστολές, εργασίες ή ιδιωτικά έγγραφα
    (identity) papers - χαρτιά (ταυτότητας)
    Are all your papers in order?
    Είναι όλα τα χαρτιά σου εντάξει;
  4. η επιστημονική εργασία, συνήθως εργασία που έχει περάσει από αξιολόγηση πριν την δημοσίευσή της
    He has authored a number of scientific papers.
    Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών εργασιών.
    The calculations in this newly published paper make it clear that the conjecture is false.
    Οι υπολογισμοί σε αυτή την νεοδημοσιευμένη εργασία καθιστούν σαφές ότι η εικασία είναι εσφαλμένη.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

paper (eu)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

paper (ca)