pane
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pane | panes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pane (en)
- το τζάμι, ο υαλοπίνακας
- en peen
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pane (it) αρσενικό