oversee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | oversee |
γ΄ ενικό ενεστώτα | oversees |
αόριστος | oversaw |
παθητική μετοχή | overseen |
ενεργητική μετοχή | overseeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]oversee (en)
- επιτηρώ, παρακολουθώ κάποιον ή κάτι και φροντίζω να γίνεται σωστά μια δουλειά ή μια δραστηριότητα
- ↪ He oversaw the publication of his book.
- Επιτήρησε τη δημοσίευση του βιβλίου του.
- ↪ He oversaw the publication of his book.