ombre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ̃bʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ombre ombres

ombre (fr) θηλυκό