okulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okulo | okuloj |
αιτιατική | okulon | okulojn |
okulo (eo)
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]okulo (io)