ocelot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ocelot < (άμεσο δάνειο) κλασική νάουατλ ocelotl

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ocelot (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ocelot < (άμεσο δάνειο) γαλλική ocelot < κλασική νάουατλ ocelotl

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ocelot (it) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ocelot < (άμεσο δάνειο) γαλλική ocelot < κλασική νάουατλ ocelotl

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ocelot (nl) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ocelot < (άμεσο δάνειο) γαλλική ocelot < κλασική νάουατλ ocelotl

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ocelot (pl) αρσενικό